ΟΙ ΔΎΟ ΧΑΜΈΝΕΣ ΣΤΑΓΌΝΕΣ ΤΗΣ ΘΆΛΑΣΣΑΣ.

Η Ζάρα και ο Ζένο ήταν δύο σταγονούλες της θάλασσας που έπαιζαν πολύ ευχάριστα μαζί στη μεγάλη γαλάζια θάλασσα. Αγαπούσαν το κολύμπι, το άλμα, το βουτιά και το γλίστρημα ανάμεσα στα κύματα και τα ψάρια. Ήταν οι καλύτεροι φίλοι και έκαναν τα πάντα μαζί.

Μια μέρα, όταν παίζανε, είδαν έναν όμορφο ουράνιο τόξο. Ήταν τόσο περίεργοι που αποφάσισαν να πλησιάσουν. Έπηξαν όσο μπορούσαν, αλλά δεν μπόρεσαν να φτάσουν το ουράνιο τόξο. Προσπάθησαν ξανά και ξανά, αλλά δεν τα κατάφεραν.

Όταν ξαναπέσανε στο νερό, συνειδητοποίησαν ότι είχαν παρασυρθεί μακριά από τη θάλασσα. Βρέθηκαν σε ένα ποτάμι που τους έφερνε ολοένα και πιο μακριά. Προσπάθησαν να κολυμπήσουν πίσω, αλλά η ροή ήταν πολύ ισχυρή. Αρχίσανε να πανικοβάλλονται και άρχισαν να κλαίνε.

"Βοήθεια, έχουμε χαθεί!" φώναξαν. "Θέλουμε να γυρίσουμε πίσω στη θάλασσα!"

Έψαξαν για τρόπο να ξεφύγουν, αλλά είδαν μόνο δέντρα, βράχια και χόρτα στις όχθες. Δεν είδαν άλλες σταγόνες της θάλασσας, μόνο γλυκό νερό που τις κοιτούσε περίεργα.

"Είστε σταγονούλες της θάλασσας;" ρώτησαν οι σταγονούλες του γλυκού νερού. "Τι κάνετε εδώ;"

"Χάθηκαμε," κλαίγοντας απάντησαν η Ζάρα και ο Ζένο. "Ήθελαν να δούμε το ουράνιο τόξο, αλλά τώρα δεν μπορούμε να βρούμε τη θάλασσα. Μπορείτε να μας βοηθήσετε;"

Οι σταγονούλες του γλυκού νερού κούνησαν το κεφάλι τους. "Δεν ξέρουμε πού είναι η θάλασσα. Γεννηθήκαμε εδώ και ποτέ δεν είδαμε κάτι άλλο. Πρέπει να βρείτε μόνοι σας το δρόμο σας."

Η Ζάρα και ο Ζένο ένιωθαν πολύ μόνοι και λυπημένοι. Έλειπαν η πατρίδα τους, η οικογένειά τους και οι φίλοι τους. Δεν ήθελαν να παίξουν πια, ήθελαν μόνο να κοιμηθούν.

Συνέχισαν να ακολουθούν το ποτάμι, ελπίζοντας ότι κάποτε θα έβλεπαν τη θάλασσα. Πέρασαν από πολλά μέρη, κάποια όμορφα, κάποια άσχημα, κάποια

επικίνδυνα, κάποια ήρεμα. Συνάντησαν πολλές άλλες σταγόνες, κάποιες φιλικές, κάποιες εχθρικές, κάποιες εξυπηρετικές, κάποιες αδιάφορες. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να τους πει πού είναι η θάλασσα.

Άρχισαν να χάνουν την ελπίδα. Νόμιζαν ότι δεν θα ξαναγύριζαν ποτέ. Νόμιζαν ότι θα έμεναν χαμένοι για πάντα.

Αλλά μια μέρα, όταν σχεδόν εγκατέλειπαν, είδαν κάτι να λάμπει στον ορίζοντα. Ήταν μια μεγάλη, γαλάζια, λαμπερή επιφάνεια που λάμπει στον ήλιο. Μοιάζει με τη θάλασσα, αλλά δεν το τόλμησαν να το πιστέψουν.

"Είναι αυτή η θάλασσα;" ρώτησαν ο ένας τον άλλο. "Μπορεί να είναι αλήθεια;"

Κολύμπησαν τόσο γρήγορα όσο μπορούσαν, με την καρδιά τους να χτυπάει από ενθουσιασμό. Πλησίασαν ολοένα και πλησίασαν, μέχρι που μπορούσαν να το μυρίσουν, να το ακούνε και να το νιώθουν. Ήταν η θάλασσα! Είχαν βρει τη θάλασσα!

Άλμαξαν από χαρά και αγκάλιασαν ο ένας τον άλλο. Ήταν τόσο χαρούμενοι που δεν μπορούσαν να σταματήσουν να γελούν. Δεν ήταν πια χαμένοι, ήταν στο σπίτι τους!

Είδαν όλους τους παλιούς τους φίλους και την οικογένειά τους, που τους καλωσόρισαν με ανοιχτές αγκάλες. Τους είπαν την περιπέτειά τους, για το ουράνιο τόξο, το ποτάμι, τα μέρη και τις σταγονούλες που συνάντησαν. Όλοι άκουγαν με θαυμασμό και έκπληξη.

Ήταν περήφανοι για τον εαυτό τους, που ήταν τόσο θαρραλέοι και δυνατοί. Είχαν μάθει πολλά και είχαν δει πολλά. Αλλά ήξεραν επίσης ότι δεν υπάρχει μέρος σαν τη θάλασσα. Η θάλασσα ήταν το σπίτι τους, και εκεί θα έμεναν πάντα.

Ξαναάρχισαν να παίζουν μαζί, όπως παλιά. Έκαναν κολύμπι, άλμα, βουτιές και γλίστρημα ανάμεσα στα κύματα και τα ψάρια. Ήταν οι καλύτεροι φίλοι και έκαναν τα πάντα μαζί.

Και ζήσανε αυτοί και ευτυχισμένοι.