ΤΟ ΚΟΥΝΕΛΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΙΑΝΟ.

Μια φορά και έναν καιρό, υπήρχε ένα κουνελάκι που άρεσε πάρα πολύ να παίζει πιάνο. Είχε ένα όμορφο πιάνο που το έφερνε παντού μαζί του. Ονειρευόταν να γίνει ένας διάσημος πιανίστας και να παίζει για πολλούς ανθρώπους. Ωστόσο, υπήρχε ένα πρόβλημα: ζούσε στην έρημο, όπου δεν υπήρχε κανένας άλλος. Ήταν πολύ μοναχικός και λυπημένος.

Ταξίδεψε για πολλή ώρα, αλλά δεν βρήκε κανέναν. Είδε μόνο άμμο, βράχους και κάκτους. Άρχισε να χάνει την ελπίδα του.

Αλλά τότε είδε κάτι λαμπερό στον ορίζοντα. Πήγε γρήγορα εκεί και ανακάλυψε ότι ήταν ένα μεγάλος πόλη. Ήταν τόσο χαρούμενος που είχε βρει επιτέλους ανθρώπους. Οδήγησε το καρότσι του στο κέντρο της πόλης, όπου υπήρχε ένα μεγάλο πλατείο. Άφησε το πιάνο του και άρχισε να παίζει. Έπαιξε με όλη του την καρδιά, γιατί ήθελε να κάνει εντύπωση στους ανθρώπους.

Και το κατάφερε. Οι άνθρωποι έμειναν έκπληκτοι όταν είδαν το κουνελάκι να παίζει. Δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο. Πλησίασαν για να ακούσουν. Βρήκαν τη μουσική του υπέροχη. Άρχισαν να χειροκροτούν και να επευφημούν. Του έδωσαν επαίνους και χρήματα. Του ζήτησαν να παίξει περισσότερο. Ήθελαν να γίνουν φίλοι του.

Το κουνελάκι ήταν τόσο ευτυχισμένο που έβαλε δάκρυα στα μάτια του. Είχε επιτέλους κάνει πραγματικότητα το όνειρό του. Είχε γίνει ένας διάσημος πιανίστας και είχε κάνει πολλούς φίλους. Αποφάσισε να μείνει στην πόλη και να συνεχίσει να μοιράζεται τη μουσική του. Δεν ήταν πια μοναχικός και λυπημένος. Ήταν το πιο ευτυχισμένο κουνελάκι στον κόσμο.